βρύο

βρύο
το
χνουδωτό φυτό που ευδοκιμεί σε υγρά και σκιερά μέρη, μούσκλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βρύο — το και βρύος, ο (AM βρύον) σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος,… …   Dictionary of Greek

  • άτριχον — το βοτ. βρύο που ζει σε τόπους υγρούς και σκιερούς …   Dictionary of Greek

  • αζωλιτμίνη — η Χημ. καστανοκόκκινη αζωτούχα χρωστική ουσία που μάλλον αποτελεί την κύρια ουσία τού ηλιοτροπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azolimin, νόθο σύνθ. < azo (< azote, πρβλ. άζωτο + litm < litmus, λ. σκανδιναβικής… …   Dictionary of Greek

  • βρυ — το το βρύο …   Dictionary of Greek

  • βρυοειδής — ές όμοιος με βρύο …   Dictionary of Greek

  • βρυώδης — ες (Α βρυώδης, ες) [βρύον] γεμάτος βρύα νεοελλ. όμοιος με βρύο …   Dictionary of Greek

  • βρύω — (AM) 1. (κυρίως για φυτά) είμαι φορτωμένος άνθη ή καρπούς 2. είμαι άφθονος, πληθαίνω 3. (για τη γη) παράγω σε αφθονία 4. αναβλύζω, αναδίδω («βρύει ὕδωρ», για τόπο «βρύει Ιάματα», για αγίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύο] …   Dictionary of Greek

  • επιφλοιώδης — ες (για παρασιτικά φυτά) αυτός που φυτρώνει στην επιφάνεια τού φλοιού τών δέντρων («βρύο επιφλοιώδες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλοιώδης (< φλοιός)] …   Dictionary of Greek

  • ισόβρυον — ἰσόβρυον, τὸ (Α) φυτό που μοιάζει με βρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βρύον] …   Dictionary of Greek

  • μουσκώ — μουσκῶ (Μ) κατσουφιάζω από τη στενοχώρια μου, σκοτεινιάζει η όψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μοῦσκος / *μοῦσκο (< ιταλ. musco «βρύο»), πρβλ. μούσκλι > μουσκλιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”